ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(I)βλ. εξοδιάζω (Ι). (II)τελώ την καθιερωμένη νεκρώσιμη ακολουθία για τον ενταφιασμό νεκρού, κηδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξοδιάζω (ΙΙ) «κηδεύω», με σίγηση του αρκτ. άτονου ε-].