πολύνοσος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον,
A liable to many sicknesses, Str.15.1.43, Cat.Cod.Astr.2.208.
German (Pape)
[Seite 667] vielen Krankheiten ausgesetzt; Strab. XV; Schol. Lycophr. 156.
Greek (Liddell-Scott)
πολύνοσος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς νόσους ὑποκείμενος, Στράβ. 705.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à beaucoup de maladies ; très sujet à la maladie, maladif.
Étymologie: πολύς, νόσος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
επιρρεπής σε πολλές νόσους, πολύ φιλάσθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νοσος (< νόσος), πρβλ. ά-νοσος, νευρό-νοσος].
Greek Monotonic
πολύνοσος: -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.