Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(I)
-άω, Α σάρξ, σαρκός]
(κατά τον Ησύχ.)
1. σαρκάζω
2. (η μτχ. ενεργ
ενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς».
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. σαρκώνω.