πιπίζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

German (Pape)

[Seite 617] = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.
(II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιπίζω, onomat., piepen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to beep (Ar. Av. 306),
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatop. word like Lat. pīp(il)āre, NHG piepen etc. (W.-Hofmann s.v.); cf. πιπώ.