μαθητεύω

From LSJ
Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητεύω Medium diacritics: μαθητεύω Low diacritics: μαθητεύω Capitals: ΜΑΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: mathēteúō Transliteration B: mathēteuō Transliteration C: mathiteyo Beta Code: maqhteu/w

English (LSJ)

   A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c.    II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.

French (Bailly abrégé)

être disciple de, τινι.
Étymologie: μαθητής.

English (Strong)

from μαθητής; intransitively, to become a pupil; transitively, to disciple, i.e. enrol as scholar: be disciple, instruct, teach.

English (Thayer)

1st aorist ἐμαθήτευσα; 1st aorist passive ἐμαθητευθην; (μαθητής);
1. intransitive, τίνι, to be the disciple of one; to follow his precepts and instruction: R G WH marginal reading, cf. Plutarch, mor., pp. 832b. (vit. Antiph. 1), 837c. (vit. Isocrates 10); Jamblichus, vit. Pythag c. 23).
2. transitive (cf. Winer s Grammar, p. 23and § 38,1; (Buttmann, § 131,4)) to make a disciple; to teach, instruct: τινα, L T Tr WH text; μαθητευθείς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανοῦ (see γραμματεύς, 3), where long since the more correct reading τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν was adopted, but without changing the sense; (yet Lachmann inserts ἐν).

Greek Monolingual

(AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) μαθητής
1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω
2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, -η, -ο
α) αυτός που μαθαίνει μια τέχνη ή ένα επάγγελμα
β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την απαιτούμενη πείρα, αρχάριος
γ) ναυτ. (στο παρελθόν) νεοσύλλεκτος
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι
μσν.
μέσ. μαθητεύομαι
αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω.

Greek Monotonic

μᾰθητεύω: μέλ. -σω,
I.είμαι μαθητής, τινί, σε κάποιον δάσκαλο, σε Πλούτ.
II. μτβ., κάνω κάποιον μαθητή μου, καθοδηγώ, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητεύω:
1) быть учеником (τινί Plut., NT);
2) учить (πάντα τὰ ἔθνη NT).