περισσῶς
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
French (Bailly abrégé)
adv.
I. au delà de la mesure, supérieurement, à un plus haut degré;
II. p. suite
1 magnifiquement;
2 singulièrement;
Cp. περισσοτέρως, att. περιττοτέρως, περισσότερον.
Étymologie: περισσός.
English (Strong)
adverb from περισσός; superabundantly: exceedingly, out of measure, the more.
English (Thayer)
(περισσός, which see), adverb, beyond measure, extraordinarily (Euripides; equivalent to magnificently, Polybius, Athen.); equivalent to greatly, exceedingly: ἐκπλήσσεσθαι, κράζειν, G L T Tr WH in ἐμμαίνεσθαι, Acts 26:11.
Greek Monotonic
περισσῶς: επίρρ. βλ. περισσός Β.
Russian (Dvoretsky)
περισσῶς: атт. περιττῶς
1) чрезвычайно, необыкновенно, особенно (θεοσεβέες π. ἐόντες Her.): οὐδὲν περιττότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Plat. не делать ничего особенного по сравнению с другими; περιττότατα πάντων Arst. самое замечательное; π. ἔκραζον NT они громко закричали;
2) прекрасно, отлично: περιττότερον ὁρᾶν Luc. лучше видеть;
3) пышно, богато (θάψαι τινά Her.; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Polyb.).
Middle Liddell
[v. περισσός B.]