ἀκατάπαυστος

From LSJ
Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001.    II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.

Greek Monotonic

ἀκατάπαυστος: -ον (καταπαύομαι), αυτός που δεν μπορεί να σταματήσει, να διακόψει κάτι, να παύσει την εκτέλεση ενός πράγματος, τινός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάπαυστος: 1) непрерывный, нескончаемый, неунимающийся (στάσεις Polyb.; ὁρμή Diod.; ἀ. ἁμαρτίας NT);
2) постоянный, пожизненный (ἀρχή Plut.).

Middle Liddell

[καταπαύομαι]
that cannot cease from τινός NTest.