νευροτενής
English (LSJ)
ές,
A stretched by sinews, παγὶς ν. a snare of gut, AP6.109 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
νευροτενής: -ές, ὁ διὰ νεύρων τεντωμένος, παγὶς νευροτενής, ἐκ χορδῶν παρεσκευασμένη, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tendu au moyen de cordes.
Étymologie: νεῦρον, τείνω.
Greek Monolingual
νευροτενής, -ές (Α)
ο τεντωμένος ή ο κατασκευασμένος με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή» + -τενής (< τένος < τείνω), πρβλ. σχοινο-τενής, ταυρο-τενής].
Greek Monotonic
νευροτενής: -ές (τείνω), τεντωμένος μέσω νεύρων, κατασκευασμένος με χορδές από έντερα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νευροτενής: затянутый или стягиваемый сухожильными нитями (παγίδες Anth.).
Middle Liddell
νευρο-τενής, ές τείνω
stretched by sinews, made of gut, Anth.