νευροτενής

Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A stretched by sinews, παγὶς ν. a snare of gut, AP6.109 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

νευροτενής: -ές, ὁ διὰ νεύρων τεντωμένος, παγὶς νευροτενής, ἐκ χορδῶν παρεσκευασμένη, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tendu au moyen de cordes.
Étymologie: νεῦρον, τείνω.

Greek Monolingual

νευροτενής, -ές (Α)
ο τεντωμένος ή ο κατασκευασμένος με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «χορδή» + -τενής (< τένος < τείνω), πρβλ. σχοινο-τενής, ταυρο-τενής].

Greek Monotonic

νευροτενής: -ές (τείνω), τεντωμένος μέσω νεύρων, κατασκευασμένος με χορδές από έντερα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νευροτενής: затянутый или стягиваемый сухожильными нитями (παγίδες Anth.).

Middle Liddell

νευρο-τενής, ές τείνω
stretched by sinews, made of gut, Anth.