ληκύθιον

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκύθιον Medium diacritics: ληκύθιον Low diacritics: ληκύθιον Capitals: ΛΗΚΥΘΙΟΝ
Transliteration A: lēkýthion Transliteration B: lēkythion Transliteration C: likythion Beta Code: lhku/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λήκυθος,

   A small oilflask, Ar.Ra.1200-1246, D.24.114, PTeb.221 (ii B.C.), Anon. ap. Suid., etc.    II name for the Trochaic hephthemimer, originating with the form ληκύθιον ἀπώλεσεν in Ar.l.c., Heph.6.2.

German (Pape)

[Seite 39] τό, dim. von λήκυθος, Oelfläschlein, Ar. Ran. 1200 ff., Dem. 24, 114 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ λήκυθος, μικρὸν φιαλίδιον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1200-1242 (πρβλ. λήκυθος Ι. 2), Δημ. 736. 7, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., κτλ. 2) = λήκυθος Ι. 2, Συνέσ. 55C. ΙΙ. ὄνομα τῆς τροχαϊκῆς ἑφθημιμερίδος λαβούσης τὴν ἀρχήν της ἐκ τοῦ τύπου, ληκύ

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fiole à huile.
Étymologie: λήκυθος.

Greek Monolingual

ληκύθιον, τὸ (Α) λήκυθος
1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο
2. ονομ. της τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο του Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246).

Greek Monotonic

ληκύθιον: [ῠ], τό, υποκορ. του λήκυθος, μικρή φιάλη λαδιού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ληκύθιον: (ῠ) τό пузырек для масла Arph., Dem.

Middle Liddell

ληκύ˘θιον, ου, τό, [Dim. of λήκυθος,]
a small oil-flask, Ar.