ταλαός
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ή, όν, (Τλάω)
A = τλήμων, Ar.Av.687 (anap.), Q.S.1.759.
German (Pape)
[Seite 1065] = τλήμων, Ar. Av. 687.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαός: -ή, -όν, (*τλάω) = τλήμων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τλήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα- (βλ. λ. τάλας) κατ' επίδραση του ταναός].
Greek Monotonic
τᾰλαός: -ή, -όν (*τλάω) = τλήμων, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰός: горемычный, несчастный (βροτοί Arph.).