ἀμφίδασυς

From LSJ
Revision as of 15:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίδᾰσυς Medium diacritics: ἀμφίδασυς Low diacritics: αμφίδασυς Capitals: ΑΜΦΙΔΑΣΥΣ
Transliteration A: amphídasys Transliteration B: amphidasys Transliteration C: amfidasys Beta Code: a)mfi/dasus

English (LSJ)

εια, υ,

   A shaggy or fringed all round, epith. of the Aegis, which was hung with θύσανοι, Il.15.309; also of the head of Marsyas, Simon.177.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδασυς: εια, υ, ὁ λάσιος, ὁ ἀμφοτέρωθενπανταχόθεν δασύς, ἐπίθ. τῆς αἰγίδος τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔχε δ’ αἰγίδα… ἀμφιδάσειαν «κύκλῳ δασεῖαν διὰ τοὺς θυσάνους» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 309· ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Μαρσύου, Ποιητής παρὰ Πλουτάρχ. 2. 456Β.

French (Bailly abrégé)

hérissé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δασύς.

English (Autenrieth)

σεια (δασύς): shaggy all around, thick-fringed, epith. of the Aegis, Il. 15.309†.

Spanish (DGE)

(ἀμφίδᾰσυς) -εια, -υ
bordeado de flecos o simplemente espeso de la Egida Il.15.309
bien poblado χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας Simon.160D.

Greek Monolingual

ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)
αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δασύς.

Greek Monotonic

ἀμφίδᾰσυς: -εια, -υ, διακοσμημένος με δέντρα, λέγεται για την Αιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίδᾰσυς: εια, υ
1) окруженный бахромой (αἰγίς Hom.);
2) обросший волосами, лохматый (κόρσαι ap. Plut.).

Middle Liddell


fringed all round, of the Aegis, Il.