ἀναψυχή

From LSJ
Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναψῠχή Medium diacritics: ἀναψυχή Low diacritics: αναψυχή Capitals: ΑΝΑΨΥΧΗ
Transliteration A: anapsychḗ Transliteration B: anapsychē Transliteration C: anapsychi Beta Code: a)nayuxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A coolness, Pl.Lg.919a.    2 relief, respite, Id.Smp.176a, PLond. 1.42.19(ii B.C.); κακῶν from misery, E.Supp.615; πόνων Id.Ion 1604.    3 ventilation, Pl.Ti.84d, Arist.Fr.219.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, Abkühlung, Plat. Legg. XI, 919 a; daher κακῶν, Erholung, Eur. Suppl. 615; πόνων Ion. 1604; Plat. Conv. 176 a; das Athemschöpfen, Luftholen, Tim. 84 d; Ath. I, 24 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναψῠχή: ἡ, τὸ δρόσισμα, Πλάτ. Νόμ. 919Α. 2) ἀπαλλαγή, ἀνακούφισις, ἄνεσις, Πλάτ. Συμπ. 176Α· κακῶν Εὐρ. Ἱκ. 615· πόνων ὁ αὐτ. Ἴων 1604. 3) ἀναπνοή, τὰ οὐ τυγχάνοντα ἀναψυχῆς σήπει Πλάτ. Τίμ. 84D, Ἀθήν. 24Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rafraîchissement ; fig. soulagement;
2 action de reprendre son souffle.
Étymologie: ἀναψύχω.

Spanish (DGE)

(ἀναψῠχή) -ῆς, ἡ
1 aireación, respiración Pl.Ti.84d, Arist.Fr.236.
2 frescura, frialdad εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχὼν ἢ πνίγεσιν ἀναψυχήν Pl.Lg.919a
frescor ἀναψυχὴν ἕλκουσαι παρὰ τῆς δρόσου Philostr.Im.2.1.
3 alivio κακῶν E.Supp.615, πημάτων E.IT 1441b, πόνων E.Io 1604, δέομαι ἀναψυχῆς τινος Pl.Smp.176a, τεύξεσθαί τινος ἀναψυχῆς conseguir un respiro, PLond.42.19 (II a.C.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

η (AM ἀναψυχή) αναψύχω
1. ανακούφιση, παρηγοριά
2. ψυχαγωγία
αρχ.
1. δροσιά
2. αερισμός.

Greek Monotonic

ἀναψῠχή: ἡ, δρόσισμα, αναζωογόνηση, αναψυχή· ανακούφιση, επαναφορά, άνεση, απαλλαγή, σε Πλάτ.· από κάτι, με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναψῠχή:
1) охлаждение, освежение Plat.;
2) отдохновение, отдых Plat.: ἀ. τινος Eur. отдых от или после чего-л.

Middle Liddell

[from ἀναψύχω
a cooling, refreshing: relief, recovery, respite, Plat.: from a thing, c. gen., Eur.