ἀπόκρισις

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκρισις Medium diacritics: ἀπόκρισις Low diacritics: απόκρισις Capitals: ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Transliteration A: apókrisis Transliteration B: apokrisis Transliteration C: apokrisis Beta Code: apo/krisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A separation, Anaxag.4; κάθαρσις ἀ. χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Pl. Def.415d.    2 Medic., excretion or secretion, γονῆς Hp.Genit.2, σιτίων Vict.4.93, cf. Arist.HA582a4, Pr.878a23, etc.; ἀ.σπερματική, περιττωματική, PA681b35; σπέρματος Epicur.Nat.Herc.908.3.    3 ἀ. νοσηρή exhalation, miasma, Hp.Nat.Hom.9.    II (from Med.) decision, answer, first in Thgn.1167, cf. Hdt.1.49, 5.50 codd. (ὑπόκρισις edd.), Hp.Decent. 3, Steril.213, E.Fr.977; ἀ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Th. 3.60, cf. X.Hier.1.35.    2 defence, Antipho 5.65.    3 rescript, Procop. Pers.2.23; = responsum, Gloss.    4 embassy, commission, Chor. in Rev.Phil.1.79.    III a kind of dance, Hsch.

German (Pape)

[Seite 309] ἡ, 1) Absonderung, Plat. Def. 415 d; bes. Ausleerung, bei Medic. – 2) vom med., Antwort, μαντηΐου Her. 1, 49; Plat. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ, ἀποχωρισμός, κάθαρσις άπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Πλάτ. Ὅροι 415D :-ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐκρισις, συχν. παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ., ἴδε Foes. Oec., Πίνακ. Ἀριστοτ. ΙΙ. - (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπόφασις, ἀπάντησις, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι 1167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 49., 5. 50· (ἀλλ’ ὑπόκρισις εἶναι ὁ Ἰων. τύπος) Ἱππ. 22. 46, Εὐρ. Ἀποσπ. 967· ἀπ. πρὸς τὸ ἐρώτημα Θουκ. 3. 60· πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 1. 35. 2) ὑπεράσπισις, ἀπολογία, Ἀντιφῶν 137. 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 tri, choix ; t. de méd. sécrétion;
2 réponse.
Étymologie: ἀποκρίνω.

Spanish (DGE)

(ἀπόκρῐσις) -εως, ἡ
I 1separación περὶ τῆς ἀποκρίσιος, ὅτι οὐκ ἂν παρ' ἡμῖν μόνον ἀποκριθείη Anaxag.B 4, κάθαρσις ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Pl.Def.415d.
2 cien. secreción τῆς μὲν γῆς ἀπόκρισιν εἶναι τὸν ἀέρα Placit.2.7.1 (= Parm.A 37), esp. en medic., de humores ἐς ἀπόκρισιν τῆς γονῆς Hp.Genit.2, χολῆς Hp.Vict.4.89, cf. 4.93, δι οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν (el órgano) por medio del cual se realiza la secreción del esperma o del excremento Arist.PA 681b35, cf. HA 582a4, Pr.878a23, Plu.2.693e
exhalación, miasma νοσερή Hp.Nat.Hom.9.
II 1contestación, respuesta τῶν ἀγαθῶν ἐσθλὴ μὲν ἀπόκρισις los buenos tienen buena respuesta Thgn.1167, τοῦ μαντηίου Hdt.1.49 (cód.), ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ἀποκρίσιος Hdt.5.50 (cód.), ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις el silencio es la respuesta de los sabios E.Fr.977, cf. Hp.Decent.3, X.Hier.1.35, Men.Mon.307, Chrysipp.Stoic.2.5 (tít.), D.C.Epit.9.23.3, POxy.2728.9 (VI d.C.)
c. gen. obj. ἀνερωτῶν ὧν μὴ δυναίμεθ' ἂν ἱκανὴν ἀπόκρισιν ... διδόναι preguntando cosas de las que no podríamos dar una respuesta suficiente Pl.Phlb.20a, ποιῆσαι ἀπόκρισειν τοῦ αὐτοῦ προσγράφου POxy.1934.12 (VI d.C.)
c. πρός y ac. πρὸς τὸ ἐρώτημα Th.3.60, τὴν δὲ πρὸς αὐτὸ ἀπόκρισιν Luc.Alex.19
c. ἐπί y dat. ἐφ' οἷς ἀπόκρισιν οὐ δέδωκεν Is.11.6.
2 en cont. forenses o asamblearios, etc. defensa τὸ μακρότατον τῆς ἀποκρίσεως lo mas importante de la defensa Antipho 5.65
sentencia, decisión γράψαι ἀπόκρισιν D.7.46
resolución de una asamblea τὰς δοθείσας αὐτοῖς ἀποκρίσεις ὑπὸ τῆς συγκλήτου Plb.28.16.9
rescripto ὃς δὴ ἀποκρίσεσι ταῖς βασιλικαῖς ἐφειστήκει Procop.Pers.2.23.6, cf. Gloss.2.238.
3 comisión, embajada οὐ τῶν ἀποκρίσεων αὐτῷ τὰς μεγίστας ὑπηρετεῖς; Chor.Or.3.59, ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς ἀπόκρισιν Cyr.S.V.Sab.49 (p.139.3), cf. Iust.Nou.123.25.
III cierta danza, Hsch.

English (Strong)

from ἀποκρίνομαι; a response: answer.

English (Thayer)

ἀποκρισεως, ἡ (ἀποκρίνομαι, see ἀποκρίνω), a replying, an answer: Theognis, 1167, Bekker edition, 345, Welck. edition, and) Herodotus down.)

Greek Monotonic

ἀπόκρῐσις: -εως, ἡ (ἀποκρίνω
I. διαχωρισμός.
II. (από τον Μέσ. τύπο), απάντηση, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκρῐσις: εως ἡ
1) отбор, отделение (χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων Plat.);
2) ответ Her., Eur., Thuc., Xen.;
3) физиол. выделение (τοῦ γάλακτος Arst.).

Middle Liddell

ἀποκρίνω
I. a separating.
II. (from Mid.) an answer, Thuc., Xen.