βαρυβρεμέτης

From LSJ
Revision as of 19:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρεμέτης Medium diacritics: βαρυβρεμέτης Low diacritics: βαρυβρεμέτης Capitals: ΒΑΡΥΒΡΕΜΕΤΗΣ
Transliteration A: barybremétēs Transliteration B: barybremetēs Transliteration C: varyvremetis Beta Code: barubreme/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A loud-thundering, Ζεύς S.Ant.1117:—also βᾰρῠ-βρομήτης πέτρος prob. in AP7.394 (Phil.):—fem. βᾰρῠ-βρεμέτειρα Orph.H.10.25.

German (Pape)

[Seite 433] Ζεύς, laut donnernd, Soph. Ant. 1127.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρεμέτης: -ου, ὁ, ὁ ἠχηρῶς βροντῶν, Ζεὺς Σοφ. Ἀντ. 1117· -ὡσαύτως, -βρομήτης, πέτρος Ἀνθ. ΙΙ. 7. 394· θηλ. -βρεμέτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 9. 25.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui produit un bruit ou un grondement sourd.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρεμέτης) -ου, ὁ que hace retumbar gravemente el trueno Ζεύς S.Ant.1117, SEG 34.1308 (Side I a./d.C.).

Greek Monolingual

βαρυβρεμέτης, ο (θηλ. βαρυβρεμέτειρα) (Α)
εκείνος που βροντά δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρεμέτης < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο»].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρεμέτης: -ου, ὁ (βρέμω), αυτός που βροντά δυνατά, ηχηρά, σε Σοφ.· επίσης, βαρυ-βρομήτης (βρομέω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρεμέτης: глухо гремящий, грохочущий, рокочущий (Ζεύς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρεμέτης -ου βαρύς, βρέμω zwaar donderend (van Zeus). Soph. Ant. 1117.