ἀσιτία

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῑτία Medium diacritics: ἀσιτία Low diacritics: ασιτία Capitals: ΑΣΙΤΙΑ
Transliteration A: asitía Transliteration B: asitia Transliteration C: asitia Beta Code: a)siti/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A want of food, Hdt.3.52, E.Supp.1105 (both pl.).    II abstinence from food, Hp.Acut.34, Arist.EN1180b9.    2 want of appetite, Hp.Aph.7.6.

German (Pape)

[Seite 370] ἡ, das Fasten, Eur. Suppl. 1105; Her. 3, 52; Arist. Eth. 10, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῑτία: Ἰων. ίη, ἡ, ἔλλειψις τροφῆς, Ἡρόδ. 3. 52, Εὐρ. Ἱκ. 1105, ἀμφότερα κατὰ πληθ. ΙΙ. ἀποχὴ ἀπὸ τροφῆς, νηστεία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 15. 2) ἔλλειψις ὀρέξεως, Ἱππ. Ἀφ. 1258.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de nourriture;
2 abstinence, diète.
Étymologie: ἄσιτος.

Spanish (DGE)

(ἀσῑτία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aph.7.6, Hdt.3.52
1 carencia de alimentos, ayuno ἰδών μιν ... ἀσιτίῃσι συμπεπτωκότα οἴκτιρε Hdt.l.c., ἀσιτίαις ... ἀποφθερῶ E.Supp.1105, στρατιώτας ἐν ἀσιτίᾳ ... γεγονέναι D.S.19.32, τοῦτο ἐκ τῆς ἀσιτίας ἠσκήκει D.C.72.8.4, τροφῆς ἀ. Lyd.Mag.3.72, del ayuno religioso τὰς τῶν ἀσιτιῶν ἐπιγύσεις ποιεῖσθαι Eus.HE 5.23.1, cf. M.24.700B, Cyr.Al.M.71.348D
medic. ayuno, dieta Hp.Acut.34, Arist.EN 1180b9.
2 medic. inapetencia, anorexia ἐν νούσῳ πολυχρονίῃ ἀ. ... κακόν Hp.Aph.7.6, cf. Act.Ap.27.21, Plu.2.132e, Hsch.

English (Strong)

from ἄσιτος; fasting (the state): abstinence.

English (Thayer)

ἀσιτίας, ἡ (ἄσιτος which see), abstinence from food (whether voluntary or enforced): πολλή long, Herodotus 3,52; Euripides, Suppl. 1105; (Aristotle, probl. 10,35; cth. Nic. 10, p. 1180{b}, 9); Josephus, Antiquities 12,7; others.)

Greek Monolingual

η (AM ἀσιτία) άσιτος
η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά
αρχ.
η έλλειψη όρεξης.

Greek Monotonic

ἀσῑτία: Ιων. -ίη, ἡ, έλλειψη φαγητού, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσῑτία: ион. ἀσῑτίη ἡ воздержание от пищи, голодание Her., Eur., Arst., Plut.

Middle Liddell

[ἄσῑτος]
want of food, Hdt., Eur.