βλιτομάμμας
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
or βλῐτο-μάμας, ου, ὁ,
A booby, Ar.Nu.1001, cf. Phryn. PSp.55 B.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, Ar. Nubb. 908 (auch -μάμας geschr.), der wie ein Kind immer die Mutter ruft, dummer Lasse, Dummkopf; vgl. B. A. 31. Nach Hesych. auch βλίτων, fem. βλιτάς.
Greek (Liddell-Scott)
βλιτομάμμας: ἢ -μάμας, ου, ὁ, εὐήθης, ἴδε ἐν λ. βληχητά· συγγενὴ εἶναι τὰ μαμμάκυθος, συκομάμμας
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand sot, grand niais, « le chéri à sa maman ».
Étymologie: litt. qui tète encore sa mère, de βλίττω, μάμμη.
Spanish (DGE)
(βλῐτομάμμας) -ου, ὁ tonto de baba σε καλοῦσι βλιτομάμμαν Ar.Nu.1001, cf. Phryn.PS 55, Sch.Pl.Alc.1.118e.
Greek Monolingual
βλιτομάμμας (-ου), ο (Α)
χαζός, μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλίτον + μάμμη.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a booby, Ar.