δεῖνα

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεῖνα Medium diacritics: δεῖνα Low diacritics: δείνα Capitals: ΔΕΙΝΑ
Transliteration A: deîna Transliteration B: deina Transliteration C: deina Beta Code: dei=na

English (LSJ)

ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα: sts. indecl. (v. infr.): nom. δεῖν, ὁ, Sophr.58: gen. and dat. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι, A.D.Pron.60.12, EM614.51:—

   A such an one, so-and-so, always with Art., ὁ δεῖνα Ar.Ra.918, etc.; τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα Id.Th.622; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖν' εἰσήγγειλεν D.13.5; ἃ ἂν ὁ δ. ἢ ὁ δ. εἴπῃ Id.2.31; ὁ δ. καὶ ὁ δ. Arist.Rh.1416a23; ἡ δεῖνα Ant.Lib.22; τὸ δ., euphem. for τὸ πέος, Ar.Ach.1149, cf. Sch.Luc.Bis Acc.23; τὸ δ. δ' ἐσθίεις; do you eat such a fish? Antiph.129.6: in gen., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος mine or some other's, Arist.Pol.1262a3: dat., τῷ δεῖνι μεμφόμενος D.20.104, cf. 37.56: pl., οἱ δεῖνες Id.24.180; τῶν δείνων Id.20.106.    II τὸ δ. in Com. as an interjection to express an idea which suddenly strikes one, by the way, mark you, Ar.V.524, Pax 268, etc.: in later Prose, Luc.Vit.Auct.19.

German (Pape)

[Seite 538] ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, acc. δεῖνα etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; der und der, ein gewisser, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ δεῖνα, aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, Dings, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für πέος, ibd. 867 Ach. 1149.

Greek (Liddell-Scott)

δεῖνα: ὁ, ἡ, τό, γεν. δεῖνος, δοτ. δεῖνι, αἰτ. δεῖνα· ἀλλ’ ἐνίοτε ἄκλιτον (ἴδε τὰ κατωτ. μνημονευόμενα χωρία)· ὀνομαστική τις δεῖν, ὁ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σώφρωνος ὑπὸ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 335C, πρβλ. Ἰω. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 25· γενικὴ δὲ καὶ δοτ. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι αναφέρονται ὑπὸ Ἀπολλ. αὐτ. 336: ― τοιοῦτός τις, «ἕνας κἄποιος», ὃν δὲν θέλει τις ἢ δὲν δύναται νὰ ὀνομάσῃ, «ὁ τάδε», ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ δεῖνα Ἀριστοφ. Βατρ. 918, κτλ.· τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα ὁ αὐτ. Θεσμ. 622· ὁ δεῖνα τοῦ δεινὸς τὸν δεῖνα εἰσαγγέλει Δημ. 167. 25· ἃ ἂν ὁ δ. ἢ ὁ δ. εἴπῃ ὁ αὐτ. 27. 11· ὁ δ. καὶ ὁ δ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 5· τὸ δ., κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τὸ πέος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1149, πρβλ. Σχόλ. Λουκ. Διὶ Κατηγ. 23· τὸ δ. δ’ ἐσθίεις ; «τρώγεις τὸ δεῖνα ψάρι;» Ἀντιφ. Κουρ. 2· κατὰ γεν., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος, ἰδικός μου ἢ ἄλλου τινός, τοῦ τάδε, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 5· δοτ., τῷ δεῖνι μεμφόμενος Δημ. 488. 23, πρβλ. 982. 25· ― πληθ. οἱ δεῖνες ὁ αὐτ. 756. 13· τῶν δείνων ὁ αὐτ. 489. 12. ΙΙ. τὸ δεῖνα εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ κωμ., ὅταν αἰφνιδίως ἐπέρχηται εἰς τὸν νοῦν τινος νὰ ἐρωτήσῃ ἢ νὰ ὑπομνήσῃ τι, ὅπερ τέως διέφευγε τὴν μνήμην αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 524, Εἰρ. 268, Ὄρν. 648, Λυσ. 921 καίτοι τὸ δεῖνα· ψίαθός ἐστ’ ἐξοιστέα, 926 καίτοι τὸ δεῖνα· προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ, τό)
gén. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα ; pl. nom. δεῖνες, gén. δείνων;
ou indécl. touj. précédé de l’art.
un tel, une telle : ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα tel ou tel ; ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα tel et tel.
Étymologie: cf. δείς.

English (Strong)

probably from the same as δεινῶς (through the idea of forgetting the name as fearful, i.e. strange); so and so (when the person is not specified): such a man.

English (Thayer)

ὁ, ἡ; genitive δεινός; dative δεινι; accusative τόν, τήν, τό δεῖνα (cf. Matthiae, § 151), such a one, a certain one, i. e. one whose name I cannot call on the instant, or whose name it is of no importance to mention; once in the Scriptures, viz. Aristophanes, Demosthenes, others.)

Greek Monolingual

επίρρ.
βλ. δεινός.
ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το)
(για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ' ἔδρασ' ὁ δεῑνα;»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεῑνα
1. κάτι γνωστό για την ασημαντότητά του
2. το πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η παλιότερη ερμηνεία της λ. από το τάδε ένα (ουδ. πληθ. της αντων. όδε και της αρχ. αντων. ένος) «αυτά (και) εκείνα» > ταδείνα > ο δείνα, με αναλογικά σχηματισμό, δεν γίνεται σήμερα αποδεκτή. Αντ' αυτής υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. δείμα, αναλογικά προς το δεινόν, τα δεινά, ενώ σύμφωνα με άλλη υπόθεση η λ. προήλθε από το δέν (γεν. δενός) «πράγμα, σώμα» μέσω της ονομ. δειν, που παραδίδεται στον κωμικό Σώφρονα. Ωστόσο καμιά από τις ερμηνείες αυτές δεν κρίνεται ικανοποιητική. Ας σημειωθεί ότι η αντωνυμία δείνα συνοδεύεται πάντα από άρθρο και δεν απαντά πριν τον Αριστοφάνη, στον οποίο το ουδ. το δείνα εκφράζει την αμηχανία κάποιου που δεν ξέρει, δεν τολμά ή δεν βρίσκει την κατάλληλη λέξη για να πει κάτι].

Greek Monotonic

δεῖνα: ὁ, ἡ, τό, γεν. δεῖνος, δοτ. δεῖνι, αιτ. δεῖνα· πληθ. οἱ δεῖνες, τῶν δείνων· αλλά μερικές φορές άκλιτο,
I. κάποιος τέτοιος, ένας κάποιος τον οποίο δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε· ὁ δεῖνα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὁ δεῖνα, τοῦ δεῖνος, τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει, σε Δημ.
II. το δεῖνα στους Κωμ. ως επιφών., Λατ. malum! κατάρα! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεῖνα, ὁ, ἡ, τό pron., meestal indecl., ook gen. δεῖνος dinges, een zeker iemand of iets:. ἔσθ ’ ὁ δεῖν ’, ὃς καί ποτε τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα... het is dinges, die ooit dinges, de zoon van dinges... Aristoph. Th. 622. als interjectie, bij plotseling idee weet je wat?:. καίτοι, τὸ δεῖνα, ψίαθός ἐστ ’ ἐξοιστέα maar weet je wat? Er moet een matras gehaald worden Aristoph. Lys. 921.

Russian (Dvoretsky)

δεῖνα: ὁ, ἡ, τό (gen. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα; pl. δεῖνες, gen. δείνων; тж. indecl.) такой-то, некоторый: ὁ δ. ὁ τοῦ δ. Arph. шутл. «некто нектович», такой-то, сын такого-то; ὁ δ. ἢ или καὶ ὁ δ.! Dem., Arst. такой-то и такой-то; ἀτὰρ (или καίτοι) τὸ δ.! Arph. да, вот что!; οὐ φέρεις; - Τὸ δ. γάρ; Arph. отчего не несешь? - Штуку-то эту?; οὐ τὰ τῶν Ἀθηναίων νόμιμα, οὐ τὰ τῶν δείνων Dem. законы ни афинян, ни кого бы то ни было.

Frisk Etymological English

ὁ (, τό)
Grammatical information: ?
Meaning: N. N., so-and-so (Att.).
Other forms: τοῦ δεῖνος, οἱ δεῖνες etc., sometimes indecl. τοῦ δεῖνα (more forms in Schwyzer 612), always with article
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. The explanation from plur. *τάδε ἔνα (cf. ἐκεῖνος) this (and) that > *ταδεῖνα, with anal. ὁ δεῖνα is now given up. The singular forms are much more usual than the plural forms. - S. Belardi, Doxa 3, 202f., Moorhouse Lang. 23 (1947) 207ff. Biraud, Nomina rerum 57-69: de + en-α so-und-so.

Middle Liddell

[deriv. uncertain] sometimes indecl.]
I. such an one, a certain one, whom one cannot or will not name, ὁ δεῖνα Ar., etc.; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει Dem.
II. δεῖνα in Com. as an interjection, Lat. malum! plague on't! Ar.