δήνεα

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήνεα Medium diacritics: δήνεα Low diacritics: δήνεα Capitals: ΔΗΝΕΑ
Transliteration A: dḗnea Transliteration B: dēnea Transliteration C: dinea Beta Code: dh/nea

English (LSJ)

τά, only in pl.,

   A counsels, plans, arts, whether good or bad, δ. θεῶν Od.23.82; ἤπια δ. οἶδε Il.4.361, Hes.Th.236; ὀλοφώϊα Od.10.289; δ. πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται Semon.7.78; δ. Κίρκης A.R.4.559; δ. τέχνης Opp.H.1.7.—Sg. nom. δῆνος, εος, τό, Hsch.:

German (Pape)

[Seite 567] τά, Gedanken, Rathschlüsse, Pläne, Anschläge, eigentl. = »Erfindungen«, εὑρήματα, inventa; denn das Wort kommt doch wohl sicher von δήω, wie κτῆνος von κτάομαι, vgl. Odyss. 4, 544 ἐπεὶ οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, Iliad. 9, 418 ἐπεὶ οὐκέτι δήετε τέκμωρ Ἰλίου; Apollon. Lex. Hom. 58, 12 δήνεα· βουλεύματα. Homer bat δήνεα dreimal: in freundlichem Sinne mit ἤπιος Iliad. 4, 361 οἶδα γὰρ ὥς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν ἤπια δήνεα οἶδε· τὰ γὰρ φρονέεις ἅ τ' ἐγώ περ, in feindlichem Sinne mit ὀλοφώιος Odyss. 10, 289 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης; unbestimmt, ohne adjectiv. Odyss. 23, 82 χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων δήνεα εἴρυσθαι, μάλα περ πολύιδριν ἐοῦσαν. – Hes. Th. 236 δίκαια καὶ ἤπια δήνεα οἶδεν; Simonid. Amorg. Mul. 78 δήνεα δὲ πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται, ὥσπερ πίθηκος. – Oppian. Hal. 3, 1 παναίολα δήνεα τέχνης ἰχθυβόλου φράζευ; Diodor. 5 (A. Pal. 9, 405) δείδια σόν τε φυῆς ἐρατὸν τύπον, ἠδὲ σά, κοῦρε, δήνεα. – Apollon. Rhod, 4, 559 δήνεσι Κίρκης; 4, 193 κούρης ὑπὸ δήνεσι, 3, 661 πάρος ταρπήμεναι ἄμφω δήνεσιν ἀλλήλων. – Als nomin. sing. giebt Suidas δήνεον, s. v. Δηναιόν: δήνεον δὲ τὸ βούλευμα, Hesyoh. Δήνεα· βουλεύματα, Δῆνος· βούλευμα; vgl. Etym. m. s. v. Δήνεα p. 266, 13.

Greek (Liddell-Scott)

δήνεα: τά, μόνον κατὰ πληθ., συμβουλαί, σχέδια, τέχναι, τεχνάσματα, εἴτε καλά, εἴτε κακά, δ. θεῶν Ὀδ. Ψ. 82· δ. ἤπια Ἰλ. Δ. 361· ὀλοφώϊα Ὀδ. Κ.289· δίκαια καὶ ἤπια Ἡσ. Θ. 236.‒ Ἡ ἑνικὴ ὀνομ. δῆνος, εος, τό, ἀναφέρεται παρὰ τῷ Ἡσυχ., ἐνῷ ὁ Σουΐδας βεβαίως ἐσφαλμένως τὸ μετατρέπει εἰς δήνεον. (Πρβλ. δήω).

French (Bailly abrégé)

έων-ῶν (τά) :
pensées, projets, desseins en parl. des dieux ; en b. part ; en mauv. part.
Étymologie: δήω.

Spanish (DGE)

-ων, τά

• Morfología: [tb. sg. δῆνος Hsch.; δήνεον Sud.δ 480]
1 pensamientos, deliberaciones, proyectos en sent. posit. τοι θυμὸς ... ἤπια δ. οἶδε Il.4.361, ποικίλα δ. pensamientos astutos Thgn.222, cf. A.R.3.661, AP 9.405 (Diod.), 11.356.2
designios, decisiones θεῶν Od.23.82, cf. Hes.Th.236, Μοίρης AP 2.75 (Christod.), cf. Orác. en Porph.Fr.338.29, A.R.4.559, Sulp.Max.6
en sent. neg. ardides, maquinaciones ὀλοφώϊα δ. Κίρκης Od.10.289, δ. πάντα καὶ τρόπους ἐπίσταται ὥσπερ πίθηκος Semon.8.78, cf. A.R.4.1, πάντα φρονέει δ. μαχλοσύνης tiene en mente todos los ardides de la lujuria, AP 5.302 (Agath.), αἰόλα δ. Κάδμου Nonn.D.2.28, cf. Colluth.61.
2 de diversas artes recursos ἁλίης τε πολύτροπα δ. τέχνης los variados recursos del arte de la pesca Opp.H.1.7, cf. 4.636, C.1.16, AP 1.10.68, 16.342.

• Etimología: Dud.: ¿rel. ai. dáṃsas- ‘poder milagroso’, av. daŋhah ‘habilidad’, e. e. de *δενσος > *δανσος analóg. c. δαῆναι, etc.? ¿o rel. δήω?

Greek Monolingual

δήνεα, τα (Α)
1. συμβουλές
2. σχέδια
3. τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάνσεα αντί δένσεα, δένσος με αναλογικό -α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. του αορ. εδάην του διδάσκω), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα dns-. Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί δάνσεα < lEdensos, και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. damsas- «θαυματουργή δύναμη», αβεστ. darӘhah- «ικανότητα»].

Greek Monotonic

δήνεα: τά (δήω), μόνο στον πληθ., σχέδια, γνώμες, συμβουλές, νουθεσίες, δεξιότητες, τεχνάσματα, είτε καλά είτε κακά, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δήνεα: τά замыслы, намерения, планы Hom., Hes.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: counsels, plans (Il.; δῆνος H.).
Compounds: several compounds, mostly only lexically known: ἀδηνής ἄκακος H., EM (from where Semon. 7, 53 for text. ἁληνής), ἀδηνέως (Chios, H.), ἀδανές ἀπρονόητον, ἀδηνείη ἀπειρία, πολυδηνέα πολύβουλον H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] *densos counsel, high spiritual power[??]
Etymology: Brugmann Sächs. Ber. 1897, 187 (Grundr.2 2 : 1, 518) assumed *δάνσεα with analogical α from δαῆναι, δαΐφρων (s. vv.) for *δένσεα, *δένσος = Skt. dáṃsas- n. wonderful craft, Av. daŋhah- n. adroitness, IE *dénsos beside *dn̥s- in δα-ῆναι, δα-ί-φρων. But one would rather expext *δάος; see the objections in Bechtel Lex. 99 and Lasso de la Vega Emerita 22, 92, who also has semantic problems. (Wackernagel KZ 29, 137 prefers connection with δήω,which is not better.) - Ruijgh, Lingua 25 (1970) 319f. thinks the word is Myc., where *dens- would have given δην- (cf. τελη-(Ϝ)εντ- < *τελεσ-Ϝεντ-). Also Schmitt, Dicht. 161.

Middle Liddell

[δήω] only in pl.]
counsels, plans, arts, whether good or bad, Hom., Hes.