δημοσιόω

From LSJ
Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιόω Medium diacritics: δημοσιόω Low diacritics: δημοσιόω Capitals: ΔΗΜΟΣΙΟΩ
Transliteration A: dēmosióō Transliteration B: dēmosioō Transliteration C: dimosioo Beta Code: dhmosio/w

English (LSJ)

   A confiscate, Th.3.68, Procop.Arc.11:—Pass., of the Ager Publicus at Rome, to be converted to public use, D.H.8.74; also δεδημοσιωμέναι γυναῖκες prostitutes, Plu.2.519e.    II publish, D.L.8.55:—usu. Pass., Pl.Sph.232d, Plu.2.507f.    2 register a deed, παρὰ τῷ ἀρχιδικαστῇ Sammelb.4651.6 (iii A. D.):—usu. Pass., BGU50.5 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 564] 1) bekannt machen, veröffentlichen, Plat. Soph. 232 d, Plut. – 2) zum Staatseigenthum machen; γῆν Thuc. 3, 68; confisciren, D. Cass. Uebh. zum öffentlichen Nutzen verwenden, D. Hal. 8, 74.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιόω: καθιστῶ τι δημόσιον, ὡς τὰ δημεύω, δημοσιεύω, Θουκ. 3. 68· ― ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τοῦ Ager Publicus ἐν Ρώμῃ, μετατρέπομαι εἰς χρῆσιν δημοσίαν, Διον. Ἁλ. 8. 74. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, εἶμαι κοινῶς γνωστός, εἶμαι ἐγνωσμένος, Πλάτ. Σοφ. 232D, Πλούτ. 2. 507F.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 publier;
2 déclarer propriété de l’État.
Étymologie: δημόσιος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): el. δαμ- Schwyzer 424 (Olimpia IV a.C.)

• Morfología: [pres. opt. 3a sg. δαμοσιοία Schwyzer 424.4 (Olimpia IV a.C.), inf. δαμοσιῶμεν Schwyzer 424.3 (Olimpia IV a.C.)]
I 1confiscar, incautarse de bienes particulares τὴν γῆν Th.3.68, τὰ χρήματα Schwyzer ll.cc., τὰς οὐσίας I.Vit.370, τῶν ἱερῶν ... τὰς οὐσίας Procop.Arc.11.20, τὸν τόπον ... ἐδημοσίωσε καὶ τῷ Ἀπόλλωνι ἱέρωσεν D.C.49.15.5, en v. pas. δημοσιωθέντα (κτήματα) D.H.8.74, αἱ πλεῖσται ... οὐσίαι ἐδημοσιοῦντο D.C.58.16.1.
2 en v. med.-pas. hacerse público, prostituirse κοιναὶ καὶ δεδημοσιωμέναι γυναῖκες Plu.2.519e.
II 1dar a conocer públicamente, hacer de dominio público, publicar por escrito τὰ βιβλία I.Vit.363, αὐτὸς διὰ τῆς ποιήσεως ἐδημοσίωσεν αὐτά (saberes filosóficos), D.L.8.55, en v. pas., de argumentos o saberes, Pl.Sph.232d, de deliberaciones secretas τὸ γὰρ ἀπόρρητον ... δεδημοσιωμένον Plu.2.507e, ταύτης μου τῆς ἐπιστο[λῆς] ἀ(ντίγραφα) ... δημοσιωθῆναι εὐδήλοις γράμμασιν ... ὡς μηδένα ἀγνοῆσαι τὰ διηγορευμένα POxy.2705.10 (III d.C.).
2 admin. hacer público, dar carácter oficial, oficializar un documento privado mediante su tramitación a través de alguna instancia oficial κύρια τὰ γράμματα τρισσὰ γραφέντα ἅπερ ... δημοσιώσεις διὰ τοῦ καταλογείου PYoutie 67.43 (III d.C.), ἐδημοσίωσα τὸ δη[λού] μενον χειρόγραφον PSI 1328.52 (III d.C.)
en v. pas. ἐδημοσιώθη διὰ τοῦ ἀρχιδικαστοῦ τὸ γράμμα POxy.2563.39 (II d.C.), κατὰ χειρόγραφον δεδημοσιωμένον BGU 50.5 (II d.C.), cf. PMich.614.35 (III d.C.), (ὠνῆς) δημοσιωθείσης ὑπ' ἐμοῦ ... διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου PYoutie 73.10 (III d.C.).

Greek Monotonic

δημοσιόω: μέλ. -ώσω,
I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημοσιεύω, σε Θουκ.
II. Παθ., δημοσιεύομαι, κοινολογούμαι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημοσιόω:
1) делать или объявлять общественной или государственной собственностью (γῆν Thuc.): κοινὸς καὶ δεδημοσιωμένος Plut. общедоступный, публичный;
2) объявлять ко всеобщему сведению, обнародовать (δεδημοσιωμένα γεγραμμένα Plat.);
3) разглашать (τὸ ἀπόρρητον δεδημοσιωμένον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοσιόω [δημόσιος] confisqueren. publiekelijk bekend maken, publiceren.

Middle Liddell


I. to confiscate, like δημοσιεύω, Thuc.
II. Pass. to be published, Plat.