διισχυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

διισχῡρίζομαι: στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. μετὰ πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι εἶναι αὐτόθι 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. περί τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· περί τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
I. Dep. to lean upon, rely on, τινι Aeschin.
II. to affirm confidently, τι Plat.; δ. τι εἶναι Plat.