δύσκλεια

From LSJ
Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκλεια Medium diacritics: δύσκλεια Low diacritics: δύσκλεια Capitals: ΔΥΣΚΛΕΙΑ
Transliteration A: dýskleia Transliteration B: dyskleia Transliteration C: dyskleia Beta Code: du/skleia

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-fame, infamy, S.Fr.188, E.Med.218, Th.3.58, Pl.Lg.663a, etc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace them, S.Aj.143 (anap.).    II ingloriousness, D.60.24.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, übler Ruf, a) böses Gerücht, Soph. Ai. 143, Schol. κακὴ φήμη. – b) Schande; Eur. Med. 218; Plat. Legg. II, 663 a u. Sp., wie Plut. Cat. min. 73. – c) Unberühmtheit, neben σκότος Dem. 60, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκλεια: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. ἀδοξία, Δημ. 1396. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mauvaise réputation ; ignominie;
2 mauvais bruit.
Étymologie: δυσκλεής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala fama, deshonra, ignominia δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.Cyn.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.Ai.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.Fr.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.Med.218, de Heracles, E.HF 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.Tr.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.Hel.1506, δ. ἐς ἀεί E.Or.830, τὴν δύσκλειαν αὐτοῦ ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.Cat.Mi.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.Lg.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.AI 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ ἀδοξία Anecd.Ludw.16.7.

Greek Monolingual

δύσκλεια, η (Α)
1. κακή φήμη
2. καταισχύνη
3. αδοξία.

Greek Monotonic

δύσκλεια: ἡ, κακή φήμη, υπόληψη, δυσφημία, καταισχύνη, σε Ευρ., Θουκ.· ἐπὶ δυσκλείᾳ, ρέποντας προς την καταισχύνη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκλεια:
1) отсутствие славы, безвестность Dem.;
2) дурная слава Soph.;
3) бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut.

Middle Liddell

δύσκλεια, ἡ, [from δυσκλεής
ill-fame, an ill name, infamy, Eur., Thuc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace him, Soph.