ἔλευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A coming, arrival, εἰς βίον Corn.ND28, cf. Tz.H.7.572, Sch.A.R.4.887, Hsch. 2 the Advent of Christ, Act.Ap.7.52.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, das Kommen, die Ankunft, Sp., wie D. Hal. 3, 59.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλευσις: -εως, ἡ, ἄφιξις, ἐρχομός, Διον. Ἁλ. 3. 59. 2) ἡ παρουσία, ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 52.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1llegada, venida gener. por sorpresa, presencia, en cont. bélico invasión τῶν Γαλατῶν D.C.Epit.8.10.7.
2 en cont. relig. venida, llegada, advenimiento de un dios al mundo de los mortales εἰς ἀνθρώπινον ὄντως βίον de Deméter, Corn.ND 28, de Cristo τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Act.Ap.7.52, cf. 1Ep.Clem.17.1, Polyc.Sm.Ep.6.3, Mac.Aeg.Serm.B 4.15.8, Epiph.Const.Haer.21.5.5, ἐν τῇ ἐλεύσει αὐτοῦ καὶ ἐπιφανείᾳ A.Thom.A 28, μετὰ τὴν τῶν μάγων ἔλευσιν Porph.Chr.12.
3 gener. llegada χαίροντες τῇ ἐλεύσει τοῦ Ζεφύρου Sch.A.R.4.887, ἡ εἰς Τροίαν ἐξ ὑπογύου ... ἔ. Eust.840.43
•interpr. como viaje, camino Hsch.s.u. ἤλυσις.
II avance, progresión de los síntomas o las afecciones πρὸ τῆς ἐλεύσεως ῥίγη χρόνια παύει Cyran.2.30.10, cf. 5.2.12, 6.2.
English (Strong)
from the alternate of ἔρχομαι; an advent: coming.
English (Thayer)
ἐλεύσεως, ἡ (ἔρχομαι), a coming, advent (Dionysius Halicarnassus 3,59): ἐν τῇ ἐλευσει αὐτοῦ, i. e. of Christ, καί ἐπιφάνεια τῇ ὑστέρα, Act. Thom. 28; plural αἱ ἐλευσεις, of the first and the second coming of Christ to earth, Irenaeus 1,10.)
Greek Monolingual
η
βλ. έλευση.
Greek Monotonic
ἔλευσις: -εως, ἡ, άφιξη, ερχομός· γέννηση του Ιησού Χριστού, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἔλευσις: εως ἡ пришествие (τοῦ δικαίου NT).