ἐποδύρομαι

From LSJ
Revision as of 22:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποδύρομαι Medium diacritics: ἐποδύρομαι Low diacritics: εποδύρομαι Capitals: ΕΠΟΔΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epodýromai Transliteration B: epodyromai Transliteration C: epodyromai Beta Code: e)podu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A bewail, AP7.10.7.

German (Pape)

[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).

Greek (Liddell-Scott)

ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.

Greek Monolingual

ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·

Greek Monotonic

ἐποδύρομαι: [ῡ], αποθ., θρηνολογώ για κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποδύρομαι: (ῡ) жаловаться, сокрушаться Anth.

Middle Liddell


Dep. to lament over a thing, Anth.