ἐποδύρομαι
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
[ῡ],
A bewail, AP7.10.7.
German (Pape)
[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.
Greek Monolingual
ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
Greek Monotonic
ἐποδύρομαι: [ῡ], αποθ., θρηνολογώ για κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποδύρομαι: (ῡ) жаловаться, сокрушаться Anth.