εὔριπος

From LSJ
Revision as of 22:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑπος Medium diacritics: εὔριπος Low diacritics: εύριπος Capitals: ΕΥΡΙΠΟΣ
Transliteration A: eúripos Transliteration B: euripos Transliteration C: eyripos Beta Code: eu)/ripos

English (LSJ)

ὁ,

   A any strait or narrow sea, where the flux and reflux is violent, X.HG1.6.22, Arist.HA544a21, 548a9, Mu.396a25; esp. the strait which separates Euboea from Boeotia, h.Ap.222, Hdt.5.77, etc., cf. Str.9.2.8: prov. of an unstable, weak-minded person (cf. Poll.6.121), πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin.3.90; μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Arist.EN1167b7; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; Εὔριποι γενόμενοι Lib.Ep.907.    II generally, canal, ditch, etc., SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.), Babr.120.2, AP14.135.2 (Metrod.), D.H.3.68.    2 the Spina in the Circus, Lyd.Mens.1.12.    III ventilator, fan, ἐξ εὐρίπου τινὸς αὔραν εἰσπνεῖν ἐπιτεχνώμενον Gal.10.649. (εὖ, ῥιπή, ῥιπίζω.)

German (Pape)

[Seite 1093] ὁ, die Meerenge, bes. die, welche Euböa vom Festlande trennt (s. nom. pr.); auch ὁ εὔριπος τῶν Μυτιληναίων, Xen. Hell. 1, 6, 22; u. allgem., κατὰ τοὺς εὐρίπους καὶ πορθμούς, Arist. mund. 4; Sp. Wassergraben, Kanal, Paus. 3, 14, 8; D. Hal. 3, 68. – Weil in den Meerengen, bes. bei Euböa, der Wechsel von Fluth u. Ebbe besonders sichtbar ist (nach Strab. IX, 403 siebenmal in einem Tage), sagt Aesch. πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου παρ' ὃν ᾤκει, 3, 90, u. Thom. Mag. bemerkt τὸν χαῦνον καὶ μὴ ἐπὶ τῆς αὐτῆς γνώμης πεπηγότα εὔριπον λέγομεν; vgl. τῶν τοιούτων μένει τὰ βουλεύματα καὶ οὐ μεταῤῥεῖ ὥςπερ εὔριπος Arist. eth. 9, 6; ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch. Stob. fl. 108, 81; Liban. ep. 533.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑπος: ὁ, στενὸν θαλάσσης, πορθμὸς ἔνθαπαλίρροια εἶναι λίαν ὁρμητική, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 22, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4., 15, 20, π. Κόσμ. 4, 34· ἰδίως ὁ πορθμὸς ὁ χωρίζων τὴν Εὔβοιαν ἀπὸ τῆς Βοιωτίας, ἔνθα οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι τὸ ῥεῦμα ἑπτάκις τῆς ἡμέρας μετεβάλλετο (νεώτεροι παρατηρηταὶ συμφωνοῦσι θεωροῦντες αὐτὸ ὡς λίαν εὐμετάβολον, ἴσως ἕνεκα τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου διὰ μέσου τοῦ πορθμοῦ), - Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 222, κτλ., Στράβων 403: - παροιμ. ἐπὶ ἀστάτου, εὐμεταβόλου, ἀσθενοῦς τὸν νοῦν καὶ τὸ φρόνημα ἀνθρώπου, πλείους τραπόμενος τροπάς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 12. ΙΙ. καθόλου, διῶρυξ, τάφρος, κτλ., Βαβρ. 120. 2, Ἀνθ. Π. 14. 135, Διον. Ἁλ. 3. 68. (Ἐκ τοῦ εὖ, ῥιπή, ῥιπίζω, ἴδε Κοὺρτ ἀριθ. 516).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔριπος)
1. πορθμός με ορμητικό θαλάσσιο ρεύμα ή παλίρροια
2. ως κύριο όν. ο Εύριπος
ο πορθμός της Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία
αρχ.
1. άστατος χαρακτήρας
2. διώρυγα
3. η τάφρος στον ιππόδρομο της Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία
4. ριπίδιο, βεντάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριπή. Η λέξη δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή παλίρροια» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια λωρίδα που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «διώρυγα, τάφρος» και με μία τελείως διαφορετική σημ. —από επίδραση τών ριπίς, -ίδος ριπίζω— «ριπίδιο, βεντάλια» (Γαληνός). Η λέξη εύριπος μαρτυρείται και στο μυκην. τοπωνύμιο ewiripo].

Greek Monotonic

εὔρῑπος: ὁ (ῥιπίζω),·
I. μέρος που η παλίρροια είναι ορμητική, ιδίως, πορθμός, στενό θάλασσας που χωρίζει την Εύβοια από την Βοιωτία, στο οποίο το ρεύμα λεγόταν ότι μεταβαλλόταν εφτά φορές την ημέρα, σε Ξεν.· παροιμ., λέγεται για παράφρονα, σε Αισχίν.
II. γενικά, κανάλι, διώρυγα, χαντάκι, τάφρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔρῑπος:
1) узкий пролив Xen., Arst., Plut.;
2) (водный) рукав, канал или ров Anth.

Frisk Etymological English

See also: s. Εὔριπος

Middle Liddell

εὔ-ρῑπος, ὁ, ῥιπίζω
I. a place where the flux and reflux is strong, esp. the strait which separates Euboea from Boeotia, where the current was said to change seven times a day, Xen.:—proverb of an unstable man, Aeschin.
II. generally, a canal, ditch, Anth.