πόρνη
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ,
A harlot, prostitute, Archil.142, Ar.Ach.527, etc. (Prob.from πέρνημι, because Greek prostitutes were commonly bought slaves.)
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνθρωπος, Lys. 4, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πόρνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀρχίλ. 131, Ἀριστοφ. Ἀχ. 527, κ. ἀλλ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ περνάω, ἐπειδὴ αἱ παρ’ Ἕλλησι πόρναι συνήθως ἦσαν ὤνιαι δοῦλαι).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
femme de mauvaise vie, prostituée.
Étymologie: πέρνημι.
English (Strong)
feminine of πόρνος; a strumpet; figuratively, an idolater: harlot, whore.
English (Thayer)
πόρνης, ἡ (from περάω, πέρνημι, to sell; Curtius, § 358), properly a woman who sells her body for sexual uses (cf. Xenophon, mem. 1,6, 13), the Sept. for זונָה;
1. properly, a prostitute, a harlot, one who yields herself to defilement for the sake of gain (Aristophanes, Demosthenes, others); in the N. T. universally, any woman indulging in unlawful sexual intercourse, whether for gain or for lust: πορνεία, b. and πορνεύω, 3), metaphorically, an idolatress; so of 'Babylon' i. e. Rome, the chief seat of idolatry: Revelation 19:2.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ-νη παράγεται από θ. πορ- του ρ. πέρνημι «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό -ο-), το οποίο πιθ. μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνήεν -ο- όπως στον αιολ. τ. πορνάμεν (βλ. λ. πέρνημι). Η λ. πόρνη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουσιαστικοποιημένο ρημ. επίθ. με επίθημα -nā (πρβλ. λίχ-νο-ς < λείχω) και αρχική σημ. «γυναίκα πουλημένη σε ξένη χώρα». Η λ. στη συνέχεια εξελίχθηκε στη σημ. «γυναίκα που πουλά, που προσφέρει το σώμα της σε άνδρες με χρηματική αμοιβή». Η άποψη ότι η λ. πόρνη είναι όνομα του τύπου τών ποινή, φερνή με σημ. «πώληση» — και όχι επίθ. — δεν θεωρείται πιθ. κυρίως από σημασιολογική άποψη. Για τη διαφορά της σημ. ανάμεσα στη λ. πόρνη και τις λ. εταίρα και παλλακή, βλ. λ. παλλακή.
Greek Monotonic
πόρνη: ἡ (πέρνημι), γυναίκα που εκδίδεται, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πόρνη: ἡ продажная женщина, блудница Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρνη -ης, ἡ [~ πέρνημι] hoer.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: prostitute, whore (IA.).
Compounds: Compp., e.g. πορνο-βοσκός m. procurer with -έω, -ία, -εῖον (Herod., Att.; Chantraine Études 17); πορνο-λύτας m. (inscr. Tarentum), s. Parlangèli Glotta 40, 50.
Derivatives: 1. Dimin. πορν-ίδιον n. (com.); 2. -ικός belonging to harlots (Aesch., LXX); 3. -εῖον n. brothel (Ar., Antipho), 4. -οσύνη f. prostitution (Man.; Wyss 71); 5. -εύομαι, -εύω, also m. κατα-, ἐκ- to live like a harlot, to let oneself be used for lewdness; to prostitute, also metaph. to practice idolatry (NT), with -εία, -ευσις, -ευμα, -εύτρια (IA.). From πόρνη also πόρνος m. lover-boy, lover (Att., LXX, NT).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like ποινή, φερνή, τόρνος a.o. (Chantraine Form. 192 f.), so verbal noun of πέρνημι (note the common ν-suffix). Prob. prop. "export, sale". After Schwyzer 489 a. 362 however subst. adj. "who is sold in(to) a foreign (land) " (with -ορ- as zero grade?). In any case a euphemistic expression (Benveniste Sprache 1, 118). -- So from *porh₂-n-, with loss of the laryngeal after -o-.
Middle Liddell
πόρνη, ἡ, πέρνημι
a harlot, prostitute, Ar.