σάμβαλον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
σαμβαλίσκος,
A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.
German (Pape)
[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.
Greek (Liddell-Scott)
σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.
Greek Monotonic
σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σάμβᾰλον: τό эол. Sappho, Anth. = σάνδαλον.
Middle Liddell
σάμβᾰλον, ου, τό, [aeolic for σάνδαλον, Anth.]