σκηνύδριον

From LSJ
Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνύδριον Medium diacritics: σκηνύδριον Low diacritics: σκηνύδριον Capitals: ΣΚΗΝΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: skēnýdrion Transliteration B: skēnydrion Transliteration C: skinydrion Beta Code: skhnu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκηνή.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.

Middle Liddell

σκηνύδριον, ου, τό, [Dim. of σκηνή, Plut.]