τριηραρχία

From LSJ
Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηραρχία Medium diacritics: τριηραρχία Low diacritics: τριηραρχία Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΙΑ
Transliteration A: triērarchía Transliteration B: triērarchia Transliteration C: triirarchia Beta Code: trihrarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A command of a trireme, Arist. Pol.1322b4(pl.).    II at Athens, the fitling out of a trireme for the public service, Lys.32.24, X.Ath.1.13, Oec.2.6, etc.: also at Priene, SIG1003.29 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τριηραρχία: ἡ, τὸ τριηραρχεῖν, ἡ ἀρχηγία τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 15. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ ἐξοπλισμὸς τριήρους ὑπὸ πολίτου εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου (πρβλ. τριήραρχος ΙΙ), πρῶτον παρὰ τῷ Λυσίᾳ 908. 5, Ξεν. Ἀθην. 1, 13, Οἰκ. 2, 6· ἡ τριηραρχία ἦν ἡ σπουδαιοτάτη τῶν ἐκτάκτων λειτουργιῶν. Περὶ τοῦ ἀξιώματος τούτου, τῶν καθηκόντων καὶ τῆς εὐθύνης αὐτοῦ ἴδε Wolf. Proleg. Leptin. σ. 100, Böckh P. E. 2, σ. 319-368, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Athènes obligation d’équiper une trière à ses frais.
Étymologie: τριήραρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τριηράρχης
(στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ' ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας σοι προστάζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
η αρχηγία τριήρους.

Greek Monotonic

τριηραρχία: ἡ,
I. αρχηγία τριήρους, σε Αριστ.
II. στην Αθήνα, ο εξοπλισμός τριήρους από επιφανή πολίτη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τριηραρχία: ἡ триерархия
1) командование триерой Arst.;
2) в Афинах, снаряжение на свой счет триеры для государства Lys., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηραρχία -ας, ἡ [τριήραρχος] functie van triërarch.

Middle Liddell

τριηραρχία, ἡ, [from τριηραρχέω
I. the command of a trireme, Arist.
II. at Athens, the fitting out of a trireme for the public service, a trierarchy, Xen.