λοιδόρημα

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδόρημα Medium diacritics: λοιδόρημα Low diacritics: λοιδόρημα Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΜΑ
Transliteration A: loidórēma Transliteration B: loidorēma Transliteration C: loidorima Beta Code: loido/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A railing, abuse, Arist.EN1128a30; τὸν πτωχὸν λ. ποιεῖσθαι Plu.2.607a.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδόρημα: τό, ὕβρις, κακολογία, σκῶμμα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν Πλούτ. 2. 607Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
reproche blessant, injure : λοιδόρημα ποιεῖσθαί τινα PLUT outrager qqn.
Étymologie: λοιδορέω.

Greek Monolingual

λοιδόρημα, τὸ (Α) λοιδορώ
1. ύβρη, κακολογία, χλευασμός («τὸ γὰρ σκῶμμα, λοιδόρημά τί ἐστι», Αριστοτ.)
2. το αντικείμενο λοιδορίας («τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῡνται», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λοιδόρημα: -ατος, τό, ύβρη, κακολογία, προσβολή, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

λοιδόρημα: ατος τό брань, попрек, порицание Arst., Plut.

Middle Liddell

λοιδόρημα, ατος, εος,
railing, abuse, an affront, Arist.