ὅδισμα

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅδισμα Medium diacritics: ὅδισμα Low diacritics: όδισμα Capitals: ΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: hódisma Transliteration B: hodisma Transliteration C: odisma Beta Code: o(/disma

English (LSJ)

ατος, τό, πολύγομφον ὅ.

   A a way compact with bolts, i.e. Xerxes' bridge over the Hellespont, A.Pers.71 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 292] τό, πολύγομφον, Aesch. Pers. 71, die von Xerxes über den Hellespont geschlagene Schiffbrücke, die vielverbundene Straße.

Greek (Liddell-Scott)

ὅδισμα: τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου γέφυρα ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
route, voyage.
Étymologie: ὁδός.

Greek Monotonic

ὅδισμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το ὁδίζω), περιοχή απ' όπου διέρχεται δρόμος, τμήμα γέφυρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὅδισμα: ατος τό путь, дорога: ὅ. πολύγομφον Aesch. крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch.

Middle Liddell

ὅδισμα, ατος, τό, [as if from ὁδίζω]
a road-way, Aesch.