παρισόομαι
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
παρισόομαι: (ἴσος) Παθ., ποιῶ ἐμαυτὸν ἴσον τινί, μετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, παρισεύμενος (διάφ. γραφ. παρισούμενος) Δαρείῳ Ἡρόδ. 4. 166· παρισεύμενοι βασιλέϊ 8. 140, 1· ἐπεί ἡ Ἑλένῃ παρισωθῇ Θεόκρ. 18. 25. 2) γίνομαι ἴσως πρός τινα, τινι Πλάτ. Πολ. 409Ε· εἶμαι ἐπ᾿ ἴσης μέγας ὡς, Παυσ. 8. 25, 13.
Greek Monotonic
παρῐσόομαι: αόρ. αʹ -ισώθην· (ἴσος)·
1. Παθ., εξισώνομαι, ισοδυναμούμαι, συγκρίνω με, με δοτ., σε Ηρόδ., Θεόκρ.
2. γίνομαι ίσος ή όμοιος με, τινι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
aor1 -ισώθην ἴσος
1. Pass. to make oneself equal to, measure oneself with, c. dat., Hdt., Theocr.
2. to be made equal or like to, τινι Plat.