περιχώομαι
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
Med.,
A to be exceeding angry, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (al. παλλακίδος πέρι χ., v. Sch.) Il.9.449; Ἡρακλῆος περιχώσατο 14.266.
German (Pape)
[Seite 601] heftig zürnen, Jemandem um Jemandes willen, τινί τινος, Il. 9, 449. 14, 266, im aor. περιχώσατο θυμῷ, wie Qu. Sm. 1, 741.
Greek (Liddell-Scott)
περιχώομαι: ὀργίζομαι μεγάλως, ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· Ἡρακλῆς περιχώσατο Ξ. 266.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. περιχώσατο;
être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d’une autre.
Étymologie: περί, χώομαι.
English (Autenrieth)
aor. περιχώσατο: be very wroth; τινί τινος (causal gen.), Il. 9.449, Il. 14.266.
Greek Monolingual
Α
οργίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χώομαι «οργίζομαι, αγανακτώ, θυμώνω»].
Greek Monotonic
περιχώομαι: γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ περιχώσαντο, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιχώομαι [περιχέω] ep. aor. 3 sing. περιχώσατο, heel boos zijn.
Russian (Dvoretsky)
περιχώομαι: (эп. aor. περιχωσάμην) сильно гневаться, сердиться: π. τινί τινος Hom. гневаться на кого-л. из-за кого(чего)-л.
Middle Liddell
epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο
Mid.:— to be exceeding angry about, c. gen., Il.