Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
βρύχομαι: (ῡ) Luc. = βρυχάομαι.
βρύχομαι [~ βρυχάομαι brullen.\n