ἔνυγρος

From LSJ
Revision as of 17:32, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνυγρος Medium diacritics: ἔνυγρος Low diacritics: ένυγρος Capitals: ΕΝΥΓΡΟΣ
Transliteration A: énygros Transliteration B: enygros Transliteration C: enygros Beta Code: e)/nugros

English (LSJ)

ον,

   A in the water, aquatic, of animals, Arist.Spir.482a21: = ἔνυδρος, of plants, Thphr.CP1.21.6, 6.11.13, v.l. in Ps.-Dsc.4.134.    II wet, damp, τόποι Arist.Mete.351a19; ἔτος Id.HA569b21.    III watery, καρπός D.S.12.58.    IV Astrol., involved in loss at sea, πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔνυλός τε καὶ ἔνυγρος Rhetor. in Cat.Cod.Astr.1.151 (cf. ἕξει . . χρημάτων ἀποβολὴν καὶ ἐμπρήσεις καὶ ναυαγίας Heph.Astr.1.1).

German (Pape)

[Seite 860] feucht, naß; ἔτος Arist. H. A. 6, 15; καρποί D. Sic. 12, 58; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυγρος: -ον, ὁ ζῶν ἢ τρεφόμενος ἐντὸς τοῦ ὕδατος, ἔνυδρος, ἐπὶ ἰχθύων ἢ φυτῶν, τοῖς δὲ δὴ ἐνύγροις τίς ἡ τροφὴ καὶ αὔξησις τοῦ συμφύτου; Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 2, 12· κόριον ἔνυγρον = ἀδίαντον, Διοσκ. 4. 134 (136). ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, τόποι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· ἔτος ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 8. ΙΙΙ. πλήρης ὕδατος, «νερουλός», καρποί... ἔνυγροι παντελῶς Διόδ. 12. 58.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que contiene agua o cualquier elemento líquido, lleno de agua o líquido, διαχώρημα Hp.Coac.598, καρποὶ ἔνυγροι frutos jugosos D.S.12.58.4, μέλι ... τῇ συστάσει δὲ μήτε παχὺ καὶ θρομβῶδες μήτε ἔ. Orib.2.62.1, ὦτα ἔνυγρα oídos llenos de agua Antyll. en Orib.10.27.16, ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι ojos acuosos, e.e., llenos de lágrimas Polem.Phgn.19, en ac. como adv., Adam.Epit.Matr.6 (p.332), ἔ. πάθος enfermedad humoral Teucer en Cat.Cod.Astr.7.212, de un planeta πραγμάτων φθορεὺς καὶ ἔνυλος τε καὶ ἔ. destructor de cosas, tanto en lo de la madera como en lo del agua, e.e., tanto por los incendios como por los naufragios Rhetor.Cat.Cod.Astr.1.151.
2 húmedo, lleno de humedad τόποι Arist.Mete.351a19, Heph.Astr.3.5.29, τὸ βαρύ πνεῦμα καὶ ἔ. Porph.Sent.29, κέρας Antig.Mir.29, γλῶσσα ἔ. S.E.P.1.52, ἡ ἔ. οὐσία καὶ μάλιστα ἡ ἁλμυρά Heraclit.All.56
neutr. plu. subst. τὰ ἔνυγρα lugares húmedos, humedales φύονται ἐν παλισκίοις καὶ περὶ τὰ ἔνυγρα nacen en lugares sombríos y en torno a lugares húmedos ciertas plantas, Ps.Dsc.4.134 (cód.), cf. Alex.Aphr.in Sens.76.9
neutr. sg. subst. τὸ ἔ. la tierra o región húmeda Str.1.3.5
lluvioso ἔτος Arist.HA 569b21.
3 que vive o se desarrolla en el agua, acuático gener. subst. τὰ ἔνυγρα (sc. ζῴα) animales acuáticos Arist.Spir.482a21, cf. S.E.M.11.29, (sc. φυτά) plantas acuáticas Menest.5, Thphr.CP 6.11.13
bot. κόριον ἔ. culantro acuático o de pozo, otro n. del adianto Adiantum capillus-veneris L., Ps.Dsc.4.134.
II mineral., subst. ὁ ἔ. n. de una gema o piedra preciosa líquida en su interior, quizá la calcedonia, Plin.HN 37.190, cf. ἔνυδρος II.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος
2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία
αρχ.
1. ο γεμάτος νερό, νερουλός
2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

ἔνυγρος:
1) влажный, мокрый (πεδία Arst.);
2) дождливый, сырой (ἔτος Arst.);
3) водяной (sc. ζῷα Arst.);
4) водянистый (καρποι Diod.).