σπερνός

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. εσπερινός, βραδινός
2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο σπερνός ή το σπερνό
η ακολουθία του εσπερινού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπερνά
α) τα κόλλυβα νεκρών
β) βρασμένο σιτάρι, διακοσμημένο σαν τα κόλλυβα προς τιμήν ορισμένων αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπερινός, με σίγηση του αρκτικού -ε- και συγκοπή του -ι].