μπιστικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

και πιστικός, -ή, -ό
1. έμπιστος, πιστός, αφοσιωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο μπιστικός ή ο πιστικός
βοσκός που εργάζεται με μισθό, μισθωτός ποιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιστικός < πιστός, κατά το σχήμα αφέντης - αφεντικός. Ο τ. μπιστικός < μπιστός].