ενάντιος
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
Greek Monolingual
και εναντίος και ανάντιος, -α, -ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος)
1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής
2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ' ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.)
3. αντίθετος, εχθρικός, αντίπαλος
νεοελλ.
φρ.
1. «απ' εναντίας» ή απεναντίας
αντιθέτως, αντιστρόφως
2. το ουδ. ως ουσ. το εναντίο ή απλώς εναντίο
δυσμενές γεγονός, απευκταίο συμβάν («να μη μάς έρθει κανένα εναντίο»)
3. (ρητορ.) τα εναντία
οι αντιθέσεις ως σχήμα λόγου
4. (λογ.) «ενάντιες έννοιες» — οι έννοιες που έχουν μεταξύ τους τέτοια σχέση ώστε όταν τίθεται η μία, αίρεται η άλλη, αλλά όταν αίρεται η μία, δεν τίθεται κατ' ανάγκην η άλλη
μσν.- νεοελλ.
1. (για τον καιρό) μη ευνοϊκός, αντίθετος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) το ενάντιο(ν)
αντίθετα, αντίστροφα
μσν.
1. αντιφατικός («τοῡτο τὸ κεφάλαιον ἐναντιώτατον ἑαυτῷ» — αντιφατικότατο, Αρμεν.)
2. αταίριαστος («καὶ ἐξέβαλε... τὰ ἐναντία καὶ ἄχρηστα εἰς τὰς κρίσεις», Βακτ. αρχιερ.)
3. δυσάρεστος («ἤφερα τοῡ πατέρα του μηνύματα ἐναντία», Αχιλλ.)
4. φοβερός («ἂν συνέβη κανένα κακὸν ἐνάντιο», Σουμμ.)
5. (για τροφές) βλαβερός («οὔτε νὰ τρώγῃς ἐνάντια πράγματα», Αγαπ.)
6. το ουδ. ως ουσ. α) συμφορά, δυστυχία
β) μειονέκτημα («ἵνα δηλώσω τῷ... βασιλεῑ τὰ καλά... καὶ τὰ ἐναντία», Σφραντζ.)
γ) αντίρρηση («δίχως τινὸς ἐναντίου» — χωρίς καμιά αντίρρηση»)
7. φρ. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐνάντιον και «εἰς τοὐναντίον» — αντίθετα
αρχ.
1. (γεωμ.) α) «αἱ κατ' ἐναντίον τοῡ παραλληλογράμμου πλευραί» — οι πλευρές που κείνται η μία απέναντι της άλλης
β) «αἱ κατ' ἐναντίον πλευραί» — οι απέναντι τομές της υπερβολής
2. γεν. αυτός που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι, αντιμέτωπος
3. ενώπιον, κατ' ενώπιον, μπροστά, απέναντι (α. «ἐναντίον πατρί», Ευριπ.
β. «τοῑς προσώποις ἐναντίοις κειμένοις», Πλάτ.)
4. (με ρ. κινήσ. σημαντ.) ο ερχόμενος από την απέναντι, την αντίθετη κατεύθυνση (και για άνεμο) αυτός που πνέει από την αντίθετη κατεύθυνση
5. (για πράξεις ή ιδιότητες) ο εκ διαμέτρου αντίθετος, ο αντίστροφος
6. αυτός που παρουσιάζει κωλύματα, που εμποδίζει («ἀλλά κἀκείνοισι ταῡτ' ἐναντία» — αυτά είναι εμπόδια και για κείνους, Σοφ.)
7. (φιλοσ.) α) τὰ ἐναντία
αυτά που έχουν αντίθετες ιδιότητες, π.χ. το θερμό και το ψυχρό
β) «ἐναντίαι ἀποφάνσεις ή προτάσεις» — καθολικές κρίσεις στις οποίες καταφάσκεται στη μία αυτό που αποφάσκεται στην άλλη
8. φρ. α) «ἐκ τοῡ ἐναντίον» (αντίθ. «εκ πλαγίου»), «ἐξ ἐναντίας», «ἐξ ἐναντίου», «ἀπ' ἐναντίας», «κατὰ τὰ ἐναντία» — κατ' αντίθετη διεύθυνση
β) «ὁ δι' ἐναντίας» — ο αντίδικος.
επίρρ...
εναντίως
εναντίον, ενάντια, αντίθετα
μσν.
σε βάρος κάποιου.