δόκανο

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δοκάνι, το (Α δόκανα, τα
Μ δόκανον, το) δοκός
τα δόκανα
το σύμβολο τών Διοσκούρων, το αστρονομικό σημείο τών Διοσκούρων, δύο παράλληλα ξύλα ενωμένα με δύο πλάγια
νεοελλ.
1. παγίδα με δύο συνήθως ελάσματα, η οποία πετυχαίνει αιφνιδιαστική παγίδευση θηράματος μόλις ασκηθεί ελαφρά πίεση
2. ποντικοπαγίδα, φάκα
μσν.
το δόκανον
η δοκός.