ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
ο
ο ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε -ας (χειμών-ας, πατέρ-ας, ταμί-ας). Η τροπή του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι κ.τ.ό.)].