κουτάλι
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
το (Μ κουτάλι και κουτάλιν)
επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο
νεοελλ.
1. το περιεχόμενο του σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια ζάχαρη στον καφέ σου»)
2. φρ. α) «έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι» — είναι πολύ διαβασμένος
β) «έχει φάει το κουτόχορτο με το κουτάλι» — είναι πολύ κουτός
γ) «του κρεμάσανε το κουτάλι» — έφθασε στο γεύμα μετά την έναρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωτάλ-ιον (υποκορ. του κώταλις «κουτάλα») με κώφωση (-ω- > -ου-)
κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από τον τ. κυτάλ-ιον (υποκορ. του κύταλον «κόρα ψωμιού») < κύταρον < κύτος «κοίλωμα, καθετί κοίλο»].