σκλάβος

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν, θηλ. σκλάβα ΝΜ
1. δούλος («και τώρα πως κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες», δημ. τραγούδι)
2. αιχμάλωτος
3. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία κάποιου
4. δέσμιος, υποχείριος («κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο», Γρυπ.)
μσν.
το θηλ. ἡ σκλάβα
παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εθν. Σκλαβηνός «Σλάβος» (< Στλάβος, με τροπή του -τ- σε -κ-, πρβλ. αντλώ > αγκλώ, στιλβώνω > σκλιβώνω) επειδή οι Σλάβοι ακολουθούσαν ως υποτακτικοί λαούς που εξεστράτευαν. Η σημ. «αιχμάλωτος, δούλος» μαρτυρείται ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα (πρβλ. αγγλ. slave)].