ἴγδις
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mortar, Sol.39, Damocr. ap. Gal.14.130, Dsc.5.89,AP 9.642 (Agath.): cited as obsol. for θυεία by S.E.M.1.234:—the form ἴγδη in Hdn.Gr.2.523, Hp.Mul.1.103, Gal. l.c., Ps.-Democr.Alch. p.55 B. is prob. incorrect. II = sq., Antiph.127, Com.Adesp.140. (Cf. Lat. ico.)
German (Pape)
[Seite 1235] ιος, ἡ, altatt. = ἴγδη, Lob. zu Phryn. p. 165; Agath. 53 (IX, 642); vgl. Ath. IX, 406 a. – Eine Art Tanz, Antiphan. com. bei Poll. 10, 103.
Greek (Liddell-Scott)
ἴγδις: ἡ, θυεία, ἰγδίον, «γουδί», Σόλων 38, Δημοκράτης παρὰ Γαλην. 13. 904, Ἀνθ. Π. 9. 642· μνημονεύεται ὡς ἄχρηστον ἀντὶ θυεία ὑπὸ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἐν Ἱππ. 635. 34, Γεωπ. 9. 26, 4, ὑπάρχει ὁ τύπος ἴγδη, ὅστις ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ: ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 165, Πολυδ. Γ΄, 103. ΙΙ. εἶδος ὀρχήσεως, γύναι, πρός αὐλόν ἦλθες· ὀρχήσει πάλιν ἴγδιν Ἀντιφάνης ἐν «Κοροπλάθῳ»1.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
1 mortier à piler;
2 sorte de danse.
Étymologie: cf. ἴγδη.
Greek Monolingual
ἴγδις, -εως και ἴγδη, ἡ (Α)
1. το γουδί
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λίγδος «πηλός» και έχει παράλλ. τ. ίγδη].
Greek Monotonic
ἴγδις: ἡ, γουδί, σε Σόλωνα, Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἴγδις: ιος ἡ арх. Sext., Anth. = θυΐα или θυεία.
Frisk Etymological English
-εως
Grammatical information: f.
Meaning: mortar (Sol., Com., AP )
Other forms: Also ἴγδη f. (Hdn. Gr., Hp.)
Derivatives: Diminutive ἰγδίον (Gp., Paul. Aeg.) and the verbal noun ἴγδισμα (as from *ἰγδίζω pound the mortar), (also) name of a dance (EM, Suid.; cf. Lawler ClassJourn. 43, 34).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The form resembles λίγδος mortar (Güntert Reimwortbildungen 158). If not a LW [loanword], which is quite possible for a technical term. (Hardly to ἴκταρ, ἴξ (s. vv.) nor to αἰχμη (s.v.). - Fur. 351 thinks it is Pre-Greek (note -γδ-); on λ-\/zero Fur. 392, 7.