ἤρατο
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek (Liddell-Scott)
ἤρᾰτο: ἴδε ἐν λ. αἴρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. de ἔραμαι;
ao. Moy. de αἴρω.
English (Autenrieth)
see ἄρνυμαι.
Greek Monotonic
ἤρᾰτο: γʹ ενικ. μεσ. αορ. αʹ του ἄρνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἤρατο:
I 3 л. sing. impf. к ἔραμαι.
II aor. med. к αἴρω (супплетивно и к ἄρνυνμαι).