Ἡλιαία
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 la place Hèliæa, où siégeait le tribunal des Héliastes, à Athènes;
2 le tribunal lui-même.
Étymologie: cf. ἁλής, ἁλίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
Ἡλιαία: ἡ Гелиея (площадь в Афинах, на которой происходили заседания суда гелиастов) Arph., Arst.
English Wikipedia
Heliaia or Heliaea (Ancient Greek: Ἡλιαία; Doric: Ἁλία Halia) was the supreme court of ancient Athens. Τhe view generally held among scholars is that the court drew its name from the ancient Greek verb ἡλιάζεσθαι, which means συναθροίζεσθαι, namely congregate.[α] Another version is that the court took its name from the fact that the hearings were taking place outdoors, under the sun.[β] Initially, this was the name of the place where the hearings were convoked, but later this appellation included the court as well.
The judges were called heliasts (ἡλιασταί) or dikasts (δικασταί, ὀμωμοκότες = those who have sworn, namely the jurors). The operation of judging was called ἡλιάζεσθαι (δικάζειν).
French Wikipedia
L’Héliée, en grec ancien Ἡλιαία, se situe sur l'Agora d'Athènes. Si l'on doit rapprocher ce nom du grec ἥλιος, soleil, il faudrait alors penser que l'Héliée est un tribunal qui siège en plein air, dans un lieu éclairé par le soleil. Selon une autre étymologie, si Ἠλιαία est à rapprocher de ἔλος, bas-fond, alors l'Héliée serait le tribunal d'en-bas, qui siège dans un bas-fond, par opposition au tribunal d'en-haut, l'Aréopage.
Greek Wikipedia
Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους. Επρόκειτο για δικαστήριο ενόρκων, μέλη του οποίου μπορούσαν να γίνουν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών, έπειτα από κλήρωση. Η βάση της νέας δημοκρατίας ήταν ο έλεγχος κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου, από τον ίδιο πολίτη. Το να μετέχει κάποιος στην Ηλιαία δεν προϋπέθετε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, όμως η τριβή με το νομοθετικό έργο είχε ως αποτέλεσμα μιαν αρκετά καλή γνώση των νόμων.