Ἰταλός

From LSJ
Revision as of 10:00, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰτᾰλός Medium diacritics: Ἰταλός Low diacritics: Ιταλός Capitals: ΙΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Italós Transliteration B: Italos Transliteration C: Italos Beta Code: *)italo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A Italian, Parth.7.1, Str.5.1.1: as Adj., Ἰ. αἰχμητής [ῑ] AP7.741 (Crin.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰτᾰλός: ὁ, ὁ ἐγχώριος κάτοικος τῆς Ἰταλίας, Στράβ. 210· - ὡς ἐπίθ., Ἀνθ. Π. 7. 741, κτλ. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 505· ὡς καὶ ἐν τοῖς Ἰταλίς, Ἰταλία.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
Italien, italique.
2οῦ (ὁ) :
Italos, roi pélasge qui aurait donné son nom à l’Italie.

Greek Monolingual

ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και Ιταλιάνα (Α Ἰταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος της Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικόςἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. του vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω της αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση της λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].

Greek Monotonic

Ἰτᾰλός: ὁ, Ιταλός· ως επίθ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰτᾰλός: (ῑ и ῐ) италийский (αἰχμητής Anth.).
I (ῑτ) ὁ Итал (легендарный, царь пеласгов, основатель царства сикулов или энотриев; его именем, якобы, названа Италия) Thuc., Arst., Plut.
Ἰταλός: III ὁ италиец Arst., Plut., Anth.

Middle Liddell

Ἰτᾰλός,
Italian:—as adj., Anth.