ομαίμων

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

ὁμαίμων, -ον (Α)
1. ο όμαιμος
2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, -έρα, -ερον
ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.)
3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», Αισχύλ.)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμαίμων
αδελφός, αδελφή
5. προσωνυμία του Διός ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. πολυ-αίμων].