μανιώδης
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ες,
A like madness, νοσεύματα Hp.Aër.7, cf. Coac.475. 2 like a madman, crazy, ὑπόσχεσις Th.4.39; καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει E.Ba.299; μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Alex.219.9; κύνας μ. καὶ δυσπειθεστάτας X. Mem.4.1.3: Comp. -έστερον ἢ κατά… J.AJ2.12.2. Adv. -δῶς Gal. 5.415, Paul.Aeg.3.6, Sch.Theoc.1.83. II causing madness, Dsc. 1.68, 4.68; ἱμάσθλη Πανός Nonn.D.10.4.
Greek (Liddell-Scott)
μανιώδης: -ες, ὅμοιος μανίᾳ, μ. νόσημα Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μαινόμενος, παράφρων, μανικός, κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3. 2) παράφρων, «τρελλός», ἀνόητος, ὑπόσχεσις Θουκ. 4. 39· τὸ μ., μανία, καὶ τὸ μ. μαντικὴν πολλὴν ἔχει Εὐρ. Βάκχ. 299· μ. πάντα τἀνθρώπων ὅλως Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 3. 9. ΙΙ. πρόξενος μανίας, Διοσκ. 4. 69.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un fou, déraisonnable, insensé.
Étymologie: μανία, -ώδης.
Greek Monolingual
-ες (AM μανιώδης, -ῶδες) μανία
1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά»)
νεοελλ.
αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
1. ασυγκράτητος, σφοδρός, θυελλώδης («μανιώδης άνεμος»)
2. εξοργισμένος, παράφορος, οργίλος, αυτός που βρίσκεται σε παροξυσμό οργής
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με μανία, που έχει τα συμπτώματα της μανίας («περιπνευμονίαι τε καὶ μανιώδεα νοσεύματα», Ιπποκρ.)
2. ανόητος («τοῦ Κλέωνος καίπερ μανιώδης οὖσα ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη», Θουκ.)
3. αυτός που κάνει μανιακό κάποιον.
επίρρ...
μανιωδώς (AM μανιωδῶς)
με μανιώδη τρόπο, με μανία, εμμανώς.
Greek Monotonic
μᾰνιώδης: -ες (εἶδος),
1. παράφρων, τρελός, σε Ξεν.
2. αυτός που μοιάζει με τρελό, παλαβός, σε Θουκ.· τὸ μανιῶδες, τρέλα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνιώδης:
1) безумный, безрассудный (ὑπόσχεσις Thuc.);
2) яростный (κύνες Xen.).
Middle Liddell
μᾰνι-ώδης, ες εἶδος
1. like madness, mad, Xen.
2. like a madman, crazy, Thuc.; τὸ μ. madness, Eur.