ἀφόδευμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A excrement, Dsc.Eup.1.89, Gp.12.11, Aesop. 400: in pl., Sch.Ar.Pl.1185 (also ἀφοδ-ήματαib.1184). II ἀφόδευμα κροκοδείλου, = Αἰθιοπικόν, ajowan, PMag.Leid.V.12.30, W.6.27.
German (Pape)
[Seite 413] τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόδευμα: τό, τὸ περίττωμα, κόπρος, Γεωπ. 12. 11· - ἀφόδευσις, ἡ, τῶν περιττωμάτων ἡ κένωσις, Ἐπιστ. Βαρνάβ. 10, Κλήμ. Ἀλ. 221.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν Vit.Aesop.G 67, αἰλούρου Dsc.Eup.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς PMag.l.c., κορκοδείλου PMag.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en PMag.12.414
•estiércol χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα Gp.12.11
•plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.Pl.1185.