husband
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ἀνήρ, ὁ, Ar. and V. πόσις, ὁ, σύνευνος, ὁ, V. ἀκοίτης, ὁ, εὐνάτωρ, ὁ, σύλλεκτρος, ὁ, συνάορος, ὁ, σύννομος, ὁ, συνευνέτης, ὁ, ὁμευνέτης, ὁ.
loving one's husband, adj.: V. φιλάνωρ.
v. trans.
regulate: Ar. and P. ταμιεύειν.
Use well: P. and V. καλῶς χρῆσθαι (dat.).
be sparing of: P. and V. φείδεσθαι (gen.).