complete
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. τέλειος, τέλεος, παντελής, ἐντελής, P. ἐπιτελής.
full: P. and V. πλήρης; see also absolute, finished.
v. trans.
accomplish: P. and V. ἀνύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid., P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, διαπεραίνειν (Plat.), τελεοῦν (V. τελειοῦν), V. ἐξανύτειν, τελεῖν (rare P.), τελευτᾶν, ἐκτελευτᾶν, ἐκπράσσειν, ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν, Ar. and P. ἀπεργάζεσθαι; see work out (in work).
fill up, make complete: P. and V. πληροῦν, ἐκπληροῦν, V. ἐκπιμπλάναι, P. ἀναπληροῦν.
the other labours he has completed: V. καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ἐξεμόχθησεν πόνους (Eur., H.F. 22).